- καταλωφώ
- καταλωφῶ, -άω και ποιητ. και ιων. τ. -έω (Α)1. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι από κάτι2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λωφῶ «αναπαύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και … Dictionary of Greek